- μελανοδερμία
- ηιατρ. καθολική καστανωπή ή μελανωπή χρώση τού δέρματος και τών βλεννογόνων που οφείλεται σε διάχυτη υπερφόρτωση με μελαγχρωστική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Άντισον, Τόμας — (Thomas Addison, Λονγκμπέντον, Νιούκαστλ 1793 – Μπράιτον 1860). Άγγλος γιατρός. Διδάκτορας της ιατρικής, συνέβαλε σημαντικά με τις εργασίες του στην πρόοδο της ενδοκρινολογίας. Το 1855 κατόρθωσε να εντοπίσει στη βλάβη του φλοιού των επινεφριδίων… … Dictionary of Greek